- μαρμιτόνι
- το посудник (рабочий, моющий посуду)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμιτόνι — το υπάλληλος μαγειρείου που ασχολείται με το πλύσιμο τών σκευών και τών πιάτων, αλλά και με άλλες εργασίες καθαριότητας, παραμάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmiton «παραμάγειρος» < marmite] … Dictionary of Greek